- θαλασσοβίωτος
- θαλασσοβίωτος, -ον (Α)αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α-βίωτος, ευ-συμ-βίωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσοβιώτοις — θαλασσοβίωτος living on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοβίωτοι — θαλασσοβίωτος living on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)